επιτραγία

επιτραγία
ἐπιτραγία, ἡ (Α) [τράγος] επίθ. της Αφροδίτης που είχε ως ιερό ζώο τον τράγο («καλεῑσθαι τήν θεὸν ἐπιτραγίαν», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτραγίαι — ἐπιτραγίᾱͅ , ἐπιτραγία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτραγίαν — ἐπιτραγίᾱν , ἐπιτραγία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”